- προνέμεται
- προνέμωassign beforehandpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνέμω — Α [νέμω] 1. απονέμω, διανέμω κάτι σε κάποιον εκ τών προτέρων 2. μέσ. προνέμομαι α) εξακολουθώ να βόσκω β) προχωρώ, προοδεύω γ) (για πόλεμο) επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι («ἴδεθ ὅποι προνέμεται τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.) … Dictionary of Greek
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek